- ἀντωπά
- ἀντωπόςwith the eyes frontneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντωπός — ἀντωπός, όν (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον 2. όμοιος 3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» το μπροστινό μέρος του προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπός < ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek